- ροκέτ(τ)α
- η см. ρουκέτ(τ)α
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Στήβενσον, Τζορτζ — (Stevenson). Άγγλος μηχανικός (1781 – 1848). Από 14 χρόνων άρχισε να εργάζεται ως βοηθός του πατέρα του, που ήταν πυροσβέστης στα ανθρακωρυχεία της Γονάυλαμ, ταυτόχρονα όμως φοιτούσε σε νυχτερινό σχολείο. Το 1802 ασχολήθηκε με την ωρολογοποιία,… … Dictionary of Greek